πολυκτησία

πολυκτησία
ἡ, Α [πολύκτητος]
η πολυκτημοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυκτησία — πολυκτησίᾱ , πολυκτησία fem nom/voc/acc dual πολυκτησίᾱ , πολυκτησία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτησίας — πολυκτησίᾱς , πολυκτησία fem acc pl πολυκτησίᾱς , πολυκτησία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτησίαν — πολυκτησίᾱν , πολυκτησία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мъногосътѧжаниѥ — МЪНОГОСЪТѦЖАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Накопление большого состояния, богатства: небрегомо же ѹ нихъ б҃атьство и многостѧжаниѥ, и нестѧжаниѥ ˫ако непрекланѧѥми и добродѣтельѥ любѧть. (πολυκτησία) ГА XIII–XIV, 146а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”